καταπάτησις

καταπάτησις
καταπάτησις
trampling on
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπατήσει — καταπάτησις trampling on fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπατήσεϊ , καταπάτησις trampling on fem dat sg (epic) καταπάτησις trampling on fem dat sg (attic ionic) καταπατέω trample under foot aor subj act 3rd sg (epic) καταπατέω trample under… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπατήσεις — καταπάτησις trampling on fem nom/voc pl (attic epic) καταπάτησις trampling on fem nom/acc pl (attic) καταπατέω trample under foot aor subj act 2nd sg (epic) καταπατέω trample under foot fut ind act 2nd sg καταπατέω trample under foot aor subj act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπατήση — καταπάτησις trampling on fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάτησιν — καταπάτησις trampling on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταπατήσεως — καταπατήσεω̆ς , καταπάτησις trampling on fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπατήσῃ — καταπατήσηι , καταπάτησις trampling on fem dat sg (epic) καταπατέω trample under foot aor subj mid 2nd sg καταπατέω trample under foot aor subj act 3rd sg καταπατέω trample under foot fut ind mid 2nd sg καταπατέω trample under foot aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”